ματάκι

ματάκι
το
1. υποκορ. τού μάτι («τί έχει το ματάκι τού μωρού;»)
2. φρ. «κάνω ματάκι» — ανοιγοκλείνω γρήγορα το βλέφαρο τού ματιού μου για να γνέψω σε κάποιον κάτι ή για να κανονίσω ερωτική συνάντηση
3. παιχνίδι που παίζεται με βώλους από δύο παίκτες πάνω σε ομαλό έδαφος
4. (στον πληθ. με κτητ. αντ.) ματάκια μου
προσφώνηση που εκφράζει τρυφερότητα («δεν ήθελα, ματάκια μου, να σέ πληγώσω»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλοιάζω — (Α) [γλοιός] κλείνω ματάκι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ομμάτιο(ν) — το (Α ὀμμάτιον) μικρό μάτι, ματάκι νεοελλ. 1. οφθαλμός, μάτι 2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ὄμμα: ὀμμάτ ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι*. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. τού …   Dictionary of Greek

  • ομματίδιο(ν) — το 1. μικρό μάτι, ματάκι 2. εντομολ. δομική υπομονάδα τού σύνθετου οφθαλμού τών αρθροπόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ιδιο(ν), πρβλ. ογκ ίδιο(ν). Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμίδιο — το (Α ὀφθαλμίδιον) [οφθαλμός] (υποκορ. τού οφθαλμός) ματάκι νεοελλ. εντομολ. 1. απλός οφθαλμός τών εντόμων, σε αντιδιαστολή προς τον σύνθετο 2. στρογγυλή δίχρωμη κηλίδα που βρίσκεται στις πτέρυγες τών εντόμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”