- ματάκι
- το1. υποκορ. τού μάτι («τί έχει το ματάκι τού μωρού;»)2. φρ. «κάνω ματάκι» — ανοιγοκλείνω γρήγορα το βλέφαρο τού ματιού μου για να γνέψω σε κάποιον κάτι ή για να κανονίσω ερωτική συνάντηση3. παιχνίδι που παίζεται με βώλους από δύο παίκτες πάνω σε ομαλό έδαφος4. (στον πληθ. με κτητ. αντ.) ματάκια μουπροσφώνηση που εκφράζει τρυφερότητα («δεν ήθελα, ματάκια μου, να σέ πληγώσω»).
Dictionary of Greek. 2013.